- πετραίην
- πετραίαfem acc sg (epic ionic)πετραί̱ην , πετραῖοςof a rockfem acc sg (epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πετραίος — αία, ον, θηλ. και αίη, Α [πέτρα] 1. αυτός που ανήκει στην πέτρα, στον βράχο (α. «σκιὴ πετραία», Ησίοδ. β. «ἠχὼ πετραία», Κωμ. Αδ.) 2. εκείνος που ζει στις πέτρες, στους βράχους (α. «Σκύλλην πετραίην», Ομ. Οδ. β. «ὄρνις πετραῑος», Αισχύλ. γ.… … Dictionary of Greek
χύση — η / χύσις, εως, ΝΜΑ 1. έκχυση, ροή, εκροή, χύσιμο 2. η χύτευση νεοελλ. 1. (διαλ.) ραγδαία βροχή 2. ναυτ. απόρριψη στη θάλασσα μέρους τού φορτίου λόγω τρικυμίας ή καταδίωξης 3. βοτ. γένος ορχεοειδών φυτών μσν. (για διάττοντα αστέρα) πτώση μσν. αρχ … Dictionary of Greek